- επιτηρητικός
- η , ό[ν]1) наблюдательный, относящийся к наблюдению;
επιτηρητικός στρατός — воен, служба наблюдения;
2) инспекторский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιτηρητικός στρατός — воен, служба наблюдения;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐπιτηρητικός — watching for an opportunity masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτηρητικός — ή, ό (Α ἐπιτηρητικός, ή, όν) [επιτηρητής] νεοελλ. κατάλληλος ή αρμόδιος να επιτηρεί, αυτός που έχει εντολή να επιτηρεί («επιτηρητικός στρατός» τμήμα στρατού που επιτηρεί τις κινήσεις τού εχθρού) αρχ. αυτός που παραμονεύει, που καιροφυλακτεί… … Dictionary of Greek
επιτηρητικός — ή, ό επίρρ. ά ο κατάλληλος να επιτηρεί ή που έχει εντολή να επιτηρεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιτηρητικόν — ἐπιτηρητικός watching for an opportunity masc acc sg ἐπιτηρητικός watching for an opportunity neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηρητική — ἐπιτηρητικός watching for an opportunity fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηρητικήν — ἐπιτηρητικός watching for an opportunity fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)